Με φορολογικό νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2020 η ελληνική νομοθεσία ενσωμάτωσε τις διατάξεις της οδηγίας 2016/1164/ΕΕ και θεσπίστηκε φόρος κατά την έξοδο (exit tax). Η φορολόγηση αφορά νομικά πρόσωπα που μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ή τις δραστηριότητες τους εκτός Ελλάδας. Σαν μεταφορά νοείται η πράξη με την οποία η Ελλάδα χάνει πλέον το δικαίωμα να φορολογήσει τα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει όταν παύει η επιχείρηση να απεικονίζει λογιστικά τα περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα και αφορά κυρίως περιουσιακά στοιχεία από τα οποία προκύπτει οικονομικό όφελος. Η φορολόγηση ισχύει και στις περιπτώσεις που μεταφέρει η επιχείρηση δραστηριότητα που ασκείται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος και φορολογικά αποκτά παρουσία σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
Ο νόμος προβλέπει τη φορολόγηση στην Ελλάδα κεφαλαιακών κερδών που προκύπτουν λόγω της μεταφοράς και ο φόρος υπολογίζεται με τον συντελεστή φορολόγησης που ισχύει για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα. Υπολογίζεται πάνω στην αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταφέρονται κατά την έξοδο. Η αγοραία αξία μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί από πιστοποιημένους εκτιμητές αν δεν προκύπτει από τα λογιστικά αρχεία της εταιρείας με βάση την εύλογη αξία, επίσης μπορεί να διαπιστωθεί όπως προσδιορίζεται με την διαδικασία τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών. Ειδικότερα αποστέλλεται ανάλυση συγκρισιμότητας (TP comparability analysis) και είναι πιθανό να απαιτηθεί εγγυητική επιστολή. Η προθεσμία καταβολής του φόρου είναι τρείς (3) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία βεβαίωσης του φόρου εξόδου. Ο φόρος εξόδου αφορά μεταφορές περιουσιακών στοιχείων που πραγματοποιούνται από την 01/01/2020 και μετά.