Μεταφορά φορολογικής κατοικίας για κατοίκους εξωτερικού
Πρόκειται για ένα αρκετά σύνθετο ζήτημα.
Οι κάτοικοι εξωτερικού πρέπει να συγκεντρώνουν διάφορα στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν την πραγματική τους κατοικία καθώς η μεταφορά φορολογικής κατοικίας στη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού έχει απορριφθεί αρκετές φορές για διαφορετικούς λόγους.
Παραθέτουμε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις που ανατρέπουν πολλά από τα έως τώρα δεδομένα.
_ Με την υπ’ αριθ. 1242/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Β’ τμήμα) κρίθηκε ότι η ιδιότητα του διαχειριστή ομόρρυθμης εταιρείας δεν συνιστά -από φορολογικής άποψης- την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ούτε ότι η άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή απαιτεί οπωσδήποτε την αυτοπρόσωπη παρουσία του τελευταίου στην έδρα της εταιρείας
Η εκ μέρους του αιτούντος διατήρηση της ιδιότητας αυτής καθόλη τη διάρκεια του επίμαχου έτους, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με φυσική παρουσία του στην Ελλάδα για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ώστε να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του τεκμηρίου της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013.
_ Με την υπ’ αριθ. 1235/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η ύπαρξη δημοσιοϋπαλληλικής θέσης στην Ελλάδα δεν παράγει αμάχητο τεκμήριο για τη διατήρηση της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, καθώς στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι από το σύνολο των στοιχείων συνάγεται η πρόθεση του αιτούντος να οργανώσει τη ζωή του στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά μόνιμο τρόπο, έχοντας ήδη κατά το φορολογικό έτος 2016 καταστήσει το Ηνωμένο Βασίλειο κέντρο των εν γένει βιοτικών σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων του.
Είναι διαφορετικό ζήτημα αν η μεταφορά του κέντρου των ζωτικών συμφερόντων του αιτούντος στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη διατήρηση της ιδιότητάς του ως ιατρού του Ε.Σ.Υ., στον οποίο είχε χορηγηθεί άδεια διαδοχικώς από 30-9-2015 έως 30-6-2016, από 1-7-2016 έως 30-6-2019 και από 1-7-2019 έως 30-6-2020 για ανατροφή τέκνου, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία -που είναι διαφορετική από τη φορολογική νομοθεσία.
_ Με την υπ’ αριθ. 481/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι μη νομίμως η φορολογική αρχή απέρριψε το αίτημα του αιτούντος περί μεταβολής της φορολογικής του κατοικίας για το φορολογικό έτος 2017, στηρίζοντας την κρίση της αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι αυτός δεν προσκόμισε στοιχεία για την απασχόλησή του στην αλλοδαπή από τα οποία να αποδεικνύεται ο μόνιμος ή μακροπρόθεσμος χαρακτήρας της απασχόλησής του. Θεώρησε ότι η έλλειψη τέτοιων στοιχείων -στην περίπτωση έγγαμου προσώπου- του οποίου ο/η σύζυγος παραμένει φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, έχει ως συνέπεια τον εντοπισμό του κέντρου των ζωτικών του συμφερόντων και κατ’ επέκταση τον προσδιορισμό της κύριας και μόνιμης κατοικίας του στην Ελλάδα.
Τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτών είχε προσκομίσει πιστοποιητικό ότι ήταν φορολογικός κάτοικος Ελβετίας από το 2015, η φορολογική αρχή στηρίχθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του στην έλλειψη στοιχείων επαγγελματικής απασχόλησής του στην Ελβετία που να απαιτούν τη φυσική παρουσία του στη χώρα αυτή, χωρίς να ελέγξει εάν το ελλείπον στο εν λόγω κράτος στοιχείο διαπιστώνεται στην Ελλάδα και χωρίς να συνεκτιμήσει περαιτέρω τα άλλα προσκομισθέντα δικαιολογητικά από τον αιτούντα, καθώς και την κύρια πηγή των εισοδημάτων του.
Βλέπουμε πλέον ότι τα δικαστήρια βασίζουν το θέμα της φορολογικής κατοικίας σε πραγματικά στοιχεία και εξετάζουν που βρίσκεται το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου, σε αντίθεση με τις φορολογικές αρχές που στέκονται σε ζητήματα όπως η ιδιότητα του διαχειριστή σε εταιρεία κλπ.
Συνεπώς το θέμα της φορολογικής κατοικίας αντιμετωπίζεται σφαιρικά από τη νομολογία η οποία στέκεται και πράγματι εξετάζει το κριτήριο του πού ευρίσκεται το κέντρο των εν γένει βιοτικών σχέσεων και ζωτικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου, σε αντίθεση με τις φορολογικές αρχές που πολύ συχνά απορρίπτουν αιτήματα μεταφοράς φορολογικής κατοικίας, επειδή π.χ. ένα πρόσωπο διατηρεί την ιδιότητα του διαχειριστή σε μία εταιρεία κλπ.
Να υπενθυμίσουμε ότι σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος για μεταφορά φορολογικής κατοικίας δεν υπάρχει η δυνατότητα ενδικοφανούς προσφυγής. Ο φορολογούμενος για να δικαιωθεί πρέπει να προσφύγει δικαστικά.