Προστασία καταναλωτών – Χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα – Μετατροπή ευρώ σε ελβετικό φράγκο – Συλλογική αγωγή δανειοληπτών – Ενεργητική νομιμοποίηση ενώσεων καταναλωτών – Στοιχεία ορισμένου αγωγής – Καταχρηστικοί Γ.Ο.Σ. – Διατύπωση και χρήση καταχρηστικών Γ.Ο.Σ. – Αρχή διαφάνειας – Ερμηνεία συμβάσεων

Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο. ΠΠρΑθ 334/2016

Δεκτή η συλλογική αγωγή δανειοληπτών ελβετικού φράγκου. Απόρριψη της ένστασης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης διότι τα στοιχεία πουαναφέρονται στην συλλογική αγωγή είναι αρκετά για τη θεμελίωση τηςενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων σωματείων, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και απόδειξη του στοιχείου της εκπροσώπησης και προστασίας των συμφερόντων ενός απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών. Περαιτέρω κρίθηκε ότι στην αγωγή δεν γίνεται διαχωρισμός ως προς τους προσβαλλόμενους δανειολήπτες από τις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων και από τις συμβάσεις, που εξυπηρετούν επαγγελματικούς στόχους, ενώ στην έννοια του καταναλωτή με την ιδιότητα του τελικού αποδέκτη του προϊόντος και της υπηρεσίας εμπίπτουν όλοιοι δανειολήπτες, αδιακρίτως, αν έλαβαν δάνειο για επαγγελματικό ή γιαεμπορικό σκοπό, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ τους.

Απόρριψη της ένστασης αοριστίας της αγωγής, διότι αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση της με βάσητις διατάξεις του ν. 2251/1994 και, ιδίως, ότι η εναγομένη διά των αρμοδίωνυπαλλήλων της ενθάρρυνε πελάτες της είτε να συνάψουν εξ αρχής δάνεια σε ελβετικό φράγκο είτε να μεταβάλλουν το νόμισμα χορηγηθέντος ήδη σε ευρώ δανείου σε ελβετικά φράγκα, για το λόγο ότι θα είχε χαμηλότερο επιτόκιο καιχαμηλότερη μηνιαία δόση, το δε ελβετικό φράγκο είναι σταθερό νόμισμα, ενώδεν τους ενημέρωνε ότι με τη λήψη του δανείου αυτού ανελάμβαναν τον κίνδυνο
μεταβολής της ισοτιμίας των νομισμάτων για όσα χρόνια κρατούσε το δάνειο ούτε ότι οι συμβάσεις αυτές δεν ήταν συνηθισμένες συμβάσεις δανείου, αλλά είχαν έντονο το στοιχείο του επενδυτικού κινδύνου. Επίσης, τα ενάγονταεπισημαίνουν ότι η εναγομένη δεν ενημέρωνε τους καταναλωτές, ως όφειλε, ούτε
τους παρείχε κανένα ουσιώδες παράδειγμα για την ενδεχόμενη διαμόρφωση της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων στο μέλλον και, συνεπώς, για τη μεταβολή του ποσού της οφειλής λόγω της πιθανής διακύμανσης της ισοτιμίας αυτής, ώστε να αφομοιώσουν το ουσιαστικό περιεχόμενο των επίδικων όρων της δανειακής σύμβασης. Με αυτά δε που αναφέρονται στην αγωγή εξειδικεύεται επαρκώς η προσβαλλόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας, που χωρίς επαρκή ενημέρωση, αλλά με αδιαφανείς όρους μέσω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών έπειθε πληθώρα καταναλωτών να υπογράψουν το επίδικο τραπεζικό προϊόν.

Κρίθηκε ότι οι δανειολήπτες αγνοούσαν τον κίνδυνο του επιτοκίου, για το οποίο οι υπογραφείσες συμβάσεις αναφέρουν, μόνον, ότι το επιτόκιο θα είναικυμαινόμενο με βάση το LIBOR, χωρίς, όμως, να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις τους από την πιθανότητα διακύμανσης του προς τα άνω καθόλη τη λειτουργία της σύμβασης. Συνάμα, αγνοούσαν το συνολικό κόστος της πίστωσης, εφόσον ούτε τησημασία της διατάραξης της ισοτιμίας μπορούσαν να εκτιμήσουν ούτε τη μελλοντική ισοτιμία μπορούσαν να γνωρίζουν. Ακόμη δε και όταν ορισμένοι εκτων καταναλωτών υπέγραψαν συμβάσεις τροποποίησης των αρχικών συμβάσεων
χορήγησης δανείων σε φράγκο, προκειμένου να μειώσουν ή να αναστείλουν την καταβολή της οφειλόμενης δόσης για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο σταθερά επαναλαμβανόμενος όρος των τροποποιητικών αυτών συμβάσεων, ότι αναγνωρίζουν «ως νόμιμο και ακριβές» το ποσό του δανείου τους, που είχε προκύψει μετά την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/φράγκου δεν αποδεικνύει ότι οι δανειολήπτες αναγνώρισαν την διαφάνεια και τη νομιμότητα των συνομολογηθέντων επίδικων όρων. Αντιθέτως, επρόκειτο στην ουσία για άκυρη παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία, που του διασφαλίζει η αρχή της διαφάνειας κατά τις διατάξεις του νόμου 2251/1994, που ως εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης κατά άρθρο 281 ΑΚ, συνιστούν επίσης αναγκαστικό δίκαιο. Ωστόσο, η ακυρότητα των ανωτέρω αδιαφανών ΓΟΣ δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρων των δανειακών συμβάσεων, αλλά είναι μερική με αποτέλεσμα να καταλείπεται κενό σε αυτές. Επειδή το κενό αυτό καλύπτεται κατά το άρθρο 200ΑΚ, ήτοι σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, κρίθηκε να συμπληρωθεί ώστε να αναγνωριστεί ότι η οφειλή αποπληρωμής των δανείων από τουςδανειολήπτες είτε σε φράγκα είτε σε ευρώ, υπολογίζεται βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τιμής αγοράς του φράγκου προς την αξία του ευρώ, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 334/25-05-2016
ΔΙΑΣΚΕΨΗ 30.3.2016
ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ 24.5.2016
———————————–
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην κρίση του Δικαστηρίου υπόκεινται η από 4-8-2015 με γενικό αριθμόκατάθεσης 78671/2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 828/2015 αγωγή,καθώς και οι ασκηθείσες στο ακροατήριο με τις από 9- 122015, 3-12-2015,14-11-2015, 25-12-2015 και 3-12-2015 προτάσεις πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των εναγόντων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τουςσυνάφειας (άρθρο 31 παρ. 1, 741, 752 § 2 ΚΠολΔ) και της συνδρομής τωνπροϋποθέσεων του άρθρου 246 ΚΠολΔ

(Ι) Το άρθρο 10 § 15 ν. 2251/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 15 του ν. 3587/2007, προβλέπει τη λεγόμενη «συλλογική εν ευρεία έννοια- lato sensu – αγωγή», με την οποία οι καταναλωτικές ενώσεις νομιμοποιούνταινα ζητούν στο όνομα τους την παροχή ένδικης προστασίας για την ικανοποίηση ατομικών δικαιωμάτων ή αξιώσεων των μελών τους έναντι συγκεκριμένωνπρομηθευτών ή παραγωγών (εδ. α’ και β’). Διαφορετική δομή, ωστόσο,εμφανίζει η «εν στενή εννοία – stricto sensu -αγωγή», που ρυθμίζεται στοάρθρο 10 παρ. 16 περ. α’ κατά το πρότυπο ,της σωματειακής αγωγής του γερμανικού και του γαλλικού δικαστηρίου. Με την εν λόγω αγωγή, η ένωσηκαταναλωτών δικαιούται να ζητεί «…την παράλειψη της παράνομης συμπεριφοράςτου προμηθευτή …(περ. α’), ιδίως όταν αυτή συνίσταται στη διατύπωση και
χρήση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών, χωρίς να αποκλείεται και η σώρευση αιτήματος για ‘την καταβολή ποσού ως «…χρηματικής ικανοποίησηςλόγω ηθικής βλάβης» (περ. β’). Όπως ρητά ορίζεται στο νόμο, η ένωση νομιμοποιείται να ασκήσει την προκείμενη αγωγή όχι για λογαριασμό συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά για την προστασία των «… γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού…». Η ως άνω αγωγή, λοιπόν, του άρθρου10 παρ. 16 περ. α’ αποβλέπει, ως εκ τούτου, στη διαφύλαξη του «διάχυτουκαταναλωτικού συμφέροντος» και δεν αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές, όπως η εν ευρεία έννοια συλλογική αγωγή του άρθρου 10 παρ. 15 ν. 2251/1994. Σκοπός της είναι η αναγνώριση της συμπεριφοράς του εναγόμενου προμηθευτή ως αντικαταναλωτικής, παράνομης ή καταχρηστικής και ο εξαναγκασμός του τελευταίου σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, με την οποίαθα αίρεται η αθέμιτη πρακτική, αλλά και θα ανατρέπεται η επανάληψη της στο μέλλον (ΠολΠρωτΑΘ 528/2002, ΕΕμπΔ 53. 2002, 622 επ.).

Εφόσον η αγωγή αυτή έχει ως στόχο την προστασία συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτήν να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα είτε των μελών της ενάγουσας ένωσης είτε τρίτων καταναλωτών. Και ναι μεν η απόφαση της συλλογικής αγωγής μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επίκλησης από μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο προμηθευτή, τούτο δε σημαίνει, όμως, ότιμπορεί με τη συλλογική αγωγή να επιδιώκεται παροχή ατομικής ένδικηςπροστασίας, έστω και αν αυτή αφορά ευρύτερη ομάδα προσώπων. Κάθε αίτημα, πουδεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού, αλλά στη διασφάλιση του ατομικούκαταναλωτικού συμφέροντος μέσω κριτηρίων ατομικών αναγόμενων σε προσωπικές καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις καιδιακινδυνεύσεις των αντισυμβαλλομένων μερών δεν μπορεί να αποτελέσειαντικείμενο – βάση της συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το
Δικαστήριο καλείται να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα. Και τούτο, διότι αντικείμενο της αγωγής αυτής είναι η δικαστική βεβαίωση ορισμένης νομικής ή πραγματικής κατάστασης ως αντικαταναλωτικής, αφετέρου δε η επιβολή αντίρροπων ρυθμιστικών ή διαπλαστικών μέτρων, ικανών να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού
συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού (ΑΠ 293/2014 ΔΕΕ 20, 2014. 272. ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 7. 2001, 1128). Η δεχόμενη τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενόςγενικού συναλλακτικού όρου και διατάζουσα την παράλειψη της χρήσης τουδικαστική απόφαση, δεσμεύει τον προμηθευτή έναντι οποιασδήποτε άλλης καταναλωτικής οργάνωσης με συνέπεια η εξενεχθείσα δικαστική κρίση να είναι δεσμευτική για το δικαστήριο κάθε νέας συλλογικής αγωγής, ενώ στο πλαίσιοτης ατομικής δίκης αναπτύσσει κατά τη διάταξη του άρθρου 10 § 20 ν. 2251/1994 μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ1219/2001 ΕλλΔνη 2001.1495, Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η επέκταση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών τις οποίες ασκούν ενώσεις καταναλωτών ιδίως στην περίπτωση των γενικών όρων τραπεζικών συναλλαγών ΔΙΚΗ 2005.1133 επ.), πλην όμως, η απόφαση επί τηςσυλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την
αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή.

Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτήν η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιαςδικαιοδοσίας, προκαλούν δεσμευτικότητα εκτεινόμενη και στην περιοχή τηςαμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνον, όμως, για τα θέματαεκείνα, που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου, ώστε η απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τηνακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης, που άσκησε την αγωγή, αφού η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρωναποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήριαεπιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Σ.Κουσούλη, Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής- ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ ενόψει της ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2002.1097 επ.). Συνεπώς, το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσματης εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης,τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου.

Η ενάγουσα δε ένωση δεν ενεργεί ως εκπρόσωπος του “κοινού”, διότι αυτό δεν έχει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα δικαίου ή διαδίκου. Ούτε, όμως,ασκεί τη συλλογική αγωγή ως μη δικαιούχος διάδικος, διότι “δικαιούχος” δεν υπάρχει, δεδομένου ότι δεν υπόκειται προσβολή δικαιώματος, αλλά προστασία «διάχυτου συμφέροντος» του καταναλωτικού κοινού, που μπορεί, μάλιστα, να είναι και προληπτική. Δικαιούχος δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η ίδια η ένωση,διότι το “γενικότερο συμφέρον του καταναλωτικού κοινού” δεν είναι δικαίωμα, ούτε ο νόμος έχει αναγάγει την προστασία του γενικότερου καταναλωτικούσυμφέροντος σε “δικαίωμα” ή “αξίωση” της ένωσης. Επειδή οι ενώσεις έχουν ως καταστατικό σκοπό να μεριμνούν για το συλλογικό καταναλωτικό συμφέρον, ο νόμος προσνέμει σε αυτές μόνον νομιμοποίηση για την άσκηση συλλογικής αγωγής (και μάλιστα, μόνον σε όσες ενώσεις συγκεντρώνουν πεντακόσια τουλάχιστονενεργά μέλη και δράση ενός έτους, επειδή ακριβώς αυτές έχουν μείζονα αντιπροσωπευτικότητα), για την άσκηση της οποίας βασική προϋπόθεση είναι η ιδιότητα του κοινού ως καταναλωτή. Οι ενώσεις καταναλωτών νομιμοποιούνται, λοιπόν, βάσει του καταστατικού τους σκοπού να ασκούν τη συλλογική αγωγή γιατη διαφύλαξη των συμφερόντων των καταναλωτών γενικά και να ζητούν να ληφθούνμέτρα ρυθμιστικά της αγοράς, (βλ. Στ. Ματθία, Η νομική φύση και τα αποτελέσματα της συλλογικής αγωγής, ΕλλΔ 1997, 1 επ., Στ. Ματθία, Η συλλογική δικαστική προστασία των καταναλωτών, ΕλλΔ 1993, 1417 επ., Κεραμέας -Κονδύλης -Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, αρ. 739, παρ. 13, σελ. 1469). Η έννοια δε του καταναλωτή, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 εδ. α’ του νόμου 2251/1994 είναιευρεία, διότι καταλαμβάνει κατά το γράμμα του, κάθε πρόσωπο, που αποτελείτον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση, για την οποία προσδιορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική και ασχέτως λοιπών στοιχείων εξατομίκευσης στο πρόσωπο του κάθε αντισυμβαλλόμενου δανειολήπτη, εφόσον ένας είναι ο σκοπός της λήψης των επίδικων δανείων (ΟλΑΠ 13/2015, ΤΝΠ Νόμος). Ο δανειολήπτης, μάλιστα, αυτός πληροί, επίσης, και την ειδικότερη έννοια του καταναλωτή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 9Α του ν. 2251/1994, αφού ως φυσικό, κατά κανόνα, πρόσωπο, έχει προσφύγει στις υπηρεσίες τωντραπεζών, για να καλύψει στεγαστικές του απλώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ανάγκες.

(ΙΙ) Η επιδιωκόμενη, άλλωστε, συλλογική ή ατομική ένδικη προστασία θεμελιώνεται σε διαφορετικά δικανικά κριτήρια. Στην περίπτωση της συλλογικήςαγωγής ο δικαστικός έλεγχος είναι αφηρημένος (in abstracto) είτε διότι αφορά απροσδιόριστο αριθμό ήδη καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι ενεργείται για το μέλλον (ex ante), στη βάση, δηλαδή, απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Αντίθετα, στην ατομική δίκη εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή ως αποτέλεσμα της επίμεμπτης διαγωγής του προμηθευτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη ‘συγκεκριμένης σύμβασης εκ μέρους του καταναλωτή (Δέλλιος, Η διαφορά των δικαιοδοτικών κριτηρίων μεταξύ ατομικής και συλλογικής αγωγής για τον έλεγχο των γενικών όρων στις
καταναλωτικές συμβάσεις, ΕπισκΕΔ 2002, 352 επ.). Συνεπώς, διαφοροποιείταιουσιωδώς η παροχή συλλογικής σε σχέση με την παροχή ατομικής ένδικηςπροστασίας, καθώς στην πρώτη ο έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκώναρχών λόγω διακινδύνευσης του κοινού καταναλωτικού συμφέροντος εντός απροσδιορίστου αριθμού καταρτισμένων συμβάσεων. Επομένως, τόσο το αίτημα της συλλογικής αγωγής, όσο και η απόφαση επ’ αυτής, θα πρέπει να τείνουν στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων με την αναγνώριση τηςαντικαταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή και τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων σε βάρος του τελευταίου και δη την απαγόρευση της συνομολόγησης ή της μελλοντικής χρήσης του συγκεκριμένου συμβατικού όρου (ΠΠρωτΑθ 936/2008, ΤΝΠΝόμος, ΠΠρωτΑθ 2960/1996 ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε αυτή ακριβώς είναι και ηπεμπτουσία της εκούσιας δικαιοδοσίας, να κατατείνει στην παροχή πρωτογενούς έννομης προστασίας με τη λήψη διαπιστωτικής ή διαπλαστικής υφής μέτρων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαφοράς σχετικά με συγκεκριμένο ιδιωτικό δικαίωμα ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου (βλ. Μητσόπουλο, Η έννοια της εκούσιας δικαιοδοσίας, σε: ΝΔ 1971, 339). Και αυτό ακριβώς επιτελείται στηνπερίπτωση της εν στενή εννοίας συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 § 16 εδ. α’,όπου το δικαστήριο δεν προβαίνει στη διάγνωση ατομικής έννομης σχέσης ήιδιωτικού δικαιώματος της ενάγουσας καταναλωτικής ένωσης, αλλά διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή (βλ. ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001 ,Ί 128-ΑΠ 293/2014, ΔΕΕ 2014, 272 και Κουσούλη, ο.π. σελ. 1100).

(ΙΙΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10παρ. 24 στοιχ. β’ του ν 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών
συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τηνυπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τωνσυμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας,στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένουσε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες
της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011, Αρμ 2012. 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίουτης 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα σταδικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας «τα κράτη – μέλημπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα, που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για ναεξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους γενικούς όρουςτων συναλλαγών είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία, που δεν αντιμετωπίζονται από
διατάξεις ενδοτικού δικαίου.

Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης
ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει αυτού, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου των ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του εν λόγω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνον από εκείνες, που φέρουν «καθοδηγητικό»
χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίεςτου πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Ηκαθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται, όταν με το
περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τουςκανόνες του ενδοτικού δικαίου για την συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης, ελέγχεται για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεταιπεριορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη
φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Ας σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 στην αρχική της διατύπωση, πριν δηλαδή την τροποποίηση της από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη
διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων», διατύπωση, που όχι μόνον περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνη με τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία αναφέρεται, όπως προαναφέρθηκε, σε «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 απάλειψε τον όρο «υπέρμετρη» από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ωστόσο, η σύμφωνη με το Κοινοτικό Δίκαιο και συνακόλουθα και με την εν λόγω Οδηγία ερμηνεία του εθνικού δικαίου (για τη σύμφωνη με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνεία βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, σελ. 74 επ.), η οποία επέβαλε και πριν την τροποποίηση, που επήλθε με το Ν. 2741/1999, να ερμηνευθεί συσταλτικά ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ως ουσιώδης ή σημαντική
μόνον διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την έννοια της υπέρμετρης διατάραξης, επιβάλλει. την ίδια ερμηνεία (ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη) και μετά την προαναφερόμενη απάλειψη του όρου «υπέρμετρη» (ΟλΑΠ. 15/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ6/2006 ΕλλΔνη 2006. 419, βλ. και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν. 3587/2007, η οποία, υιοθετώντας και νομοθετικά τηνπροαναφερόμενη ερμηνεία και τροποποιώντας τη σχετική διάταξη του άρθρου 2παρ. 6 του Ν. 2251/1994, απαιτεί πλέον να υπάρχει «σημαντική διατάραξη» τηςισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του
καταναλωτή).

Η ουσιώδης ή σημαντική αυτή διατάραξη ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνον χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες, που είναι αναγκαίες για την επίτευξητου σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του καταναλωτή, που είναι συνήθως απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά ο οποίος διαθέτει τη μέση αντίληψη κατά τον σχηματισμό της απόφασης του να συμβληθεί ως καταναλωτής συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Έτσι, κατά τη διαδικασία για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ, πρέπει να ερευνάται, αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στην συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή, αν η απόκλιση αυτή στην συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα (σχετ. ΑΠ. 1219/2001 ΔΕΕ 2001, 1128). Ως μέτρο, δηλαδή, για τον έλεγχο της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στησυγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για τη διατήρηση του όρου, που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για την κατάργηση του, δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005ΕλλΔνη 2005. 802). Αν η ρύθμιση, που προβλέπεται από τον γενικό όρο συναλλαγών, είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η επακόλουθη επιβάρυνση του δεν είναι ουσιώδης ή αν η απόκλιση του γενικού αυτού όρου απόνομοθετικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου είναι τέτοια, που δεν διαταράσσειτην καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, τότε η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Δεν απαγορεύεται, δηλαδή, η απόκλιση με τους γενικούς όρους από οποιαδήποτε ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή, σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και την διατήρηση της φύσης της σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι κανόνες ενδοτικού δικαίου αποτελούν εξειδίκευση της αρχής της εξισωτικής δικαιοσύνης, διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του γενικού όρου αλλάζει η εικόνα, που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες, που διέπουν τηνσυγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης, όταν πρόκειται για γενικό όρο, με τονοποίο εντάσσονται στη σύμβαση πρόσθετα στοιχεία, τα οποία δεν περιέχονται στους κανόνες ενδοτικού δικαίου, ελέγχεται, αν η πρόσθετη αυτοτελής αυτήρύθμιση φαλκιδεύει θεμελιώδη δικαιώματα, που προκύπτουν από τη φύση τηςσύμβασης ή συνεπάγεται τέτοιες υποχρεώσεις, ώστε να οδηγεί σε ματαίωση ήστρέβλωση του σκοπού της σύμβασης. Πέρα, όμως, από τις προαναφερόμενεςδιαπιστώσεις, για να κριθεί αν ένας γενικός όρος διαταράσσει την συμβατική ισορροπία και, συνεπώς, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται δε υπόψη, εκτός από την ανάγκηπροστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ, 1495/2006 ΔΕΕ 2006.1307). Έτσι, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός γ.ο.σ, εξετάζεται σε πρώτη φάση, αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα, που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμησησυγκεκριμένων γ.ο.σ., που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί και,άρα, άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη τωνπροαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας (βλ. άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994) και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος γ.ο.σ. περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου όπως προαναφέρθηκε (σχετ. ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001.1112), δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τακριτήρια των εδαφίων α και β’ της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Η σωρευτική, άλλωστε, εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθ. 2του ν 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία καιχρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που ο νόμος χρησιμοποιεί στις επιμέρους περιπτώσειςτου ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας.

Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων τηςστην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά αποτυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ.
πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασικήσχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής,
καταρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ.. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή καικατανοητό, εάν έχει παραβιασθεί, δηλαδή, η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά εξάλλου, απλά και μόνον τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν. Ηπαραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή.

Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις θα πρέπει ναείναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η αδιαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην
αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική,νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχτεί
αξιώσεις, που κατά το φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Για το λόγο αυτό οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματακαι τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΟλΑΠ.15/2007 ό.π, ΑΠ. 430/2005 ό.π, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125, ΑΠ 296/2001
ΕλλΔνη 2001.2001.1329, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.2001, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006.1467, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003.643, ΠΠρΑθ 961/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 711/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 1208/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 2438/1997 ΕλλΔνη1998.938 και ΔΕΚ απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler,Hajnalka Kasleme Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκ. 71-75).

Ειδικότερα, η αρχή της διαφάνειας συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της «σημαντικής διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας, παρά την έλλειψη ρητήςρύθμισης, εφόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν λόγω ακριβώς της αδιαφάνειας τους στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. καταναλωτή διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω του άρθρου2 παρ. 1 έως 3 και άρθρο 5 του ν. 2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και
7 περ. ε, ζ, η, ι και ια του ίδιου νόμου. Έχει, μάλιστα, δε δύο εκφάνσεις. Τη σαφήνεια και το κατανοητό των όρων. Η σαφήνεια, συγκεκριμένα, αφορά τις νομικές συνέπειες μιας ρήτρας στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο αυτό ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται
να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Ιδιαίτερα οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες καιεπιβαρύνσεις θα πρέπει να είναι ευκρινείς. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του) είτε να υποκύψει σε δικαιώματα ή αξιώσεις, που κατά τοφαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Με το πρίσμα αυτό αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, ενώ αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια εξειδικεύεται σε πολλές περιπτώσεις της παραγράφου 7, όπως για παράδειγμα εδ. ε’ {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούςτροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο»), εδ.ζ’ {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση»), εδ.η’ {«…επιφυλάσσουν στονπρομηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορί ζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης
της παροχής του»), εδ. Γ {«…επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο»), εδ. ια’ («.. .χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό τον με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, (βλκαι ad hoc ΑΠ 430/2015, ο.π.). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενόςγ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναιμερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνον ο συγκεκριμένος καταχρηστικός κατά το νόμο όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., αυτό καλύπτεται, κατ” αρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή τουαντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθ. 6 παρ. 1 τηςως άνω Οδηγίας (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 – 82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑθ 1471/2013 και ΠΠρΞανθ 23/2014, ΤΝΠ Νόμος). Η συμπληρωματική δε αυτή ερμηνεία κατ’ άρθρο 200 ΑΚ δεν απαιτεί τηνυπαγωγή στην έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ειδικών συνθηκών ατομικά προσδιοριζόμενων, αλλά εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο και επιβάλλει να ερμηνευτεί η σύμβαση με γνώμονα τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Συγκεκριμένα, καλή πίστη είναι η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές, κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας.

Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος της δήλωσης βούλησης, που θα προσέδιδαν σε αυτήν ο μέσος άνθρωπος ή κοινωνική ολότητα (ΑΠ 969/1967 ΝοΒ 16. 170) σταθμίζοντας τα συμφέροντα τωνσυμβαλλομένων μερών και, κυρίως, εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει οερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, την ενημέρωση και τις διαπραγματεύσεις, που είχαν προηγηθεί, πως οι σχετικές δηλώσεις βούλησης του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο, καθώς και τη φύση της σύμβασης, (βλ. ΟλΑΠ 12/2009ΑρχΝ 2009, 708 – ΑΠ 934/2014 ΧρΙδ 2014, 732. ΑΠ 1588/2013 ΕΠολΔ 2013, 793 – ΑΠ 1420/2013 ΕφΑΔ 2013, 1073 ΑΠ 776/2013, ΧρΙδ 2013,666 – ΑΠ 1345/2012 ΕΕμπΔ 2013, 109 – ΑΠ 819/2012, ΤΝΠ Νόμος – ΑΠ 631/2012 ΧρΙΔ 2012, 671 ΑΠ 548/2012 ΧρΙδ 2012, 655 – ΑΠ 392/2012 ΧρΙδ 2012. 607 – ΑΠ 289/2012 ΤΝΠ Νόμος). Για να συναγάγει, εξάλλου, το ερμηνευτικό του πόρισμα το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής. Δεν αποκλείεται να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης συμπεριφορά |των μερών, ως ενδεικτικά του νοήματος, που τα μέρη προσδίδουν στη σύμβαση, γεγονός, που υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες με αυτό ενέργειες τους (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης, ως μέσοσυμπλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δενμπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την
προστασία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή, δεδομένου ότι η παραπάνωδιάταξη εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί ναδιασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις, όπου οι όροι μεταξύτων συμβαλλομένων δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους γ.ο.σ. (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125, ΠΠΞανθ 41/2014 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω όρου, δεν είναι διαπλαστική,διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του αρθ. 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης) παρά μόνον σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (ΠΠΞανθ 41/2014, ΠΠΑθ 5257/2013, ΠΠΑθ 3990/2013, ΠΠΑθ 2942/2013 ΤΝΠ Νόμος).

IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 γ’ του ν. 2251/1994, που απαγορεύει εν γένει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (§ 1), ως αθέμιτη ορίζεται ηπρακτική, που αντίκειται στους κανόνες της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή (§ 2), ιδίως, όταν είναι παραπλανητική (§ 4), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 9 δ’ του ίδιου νόμου, μια εμπορική πρακτική θεωρείταιπαραπλανητική, εκτός των άλλων, όταν λαμβανομένης υπόψη της συνολικής παρουσίασης της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ωθώντας τον να λάβει απόφαση συναλλαγής, την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε (§ 1), παραλείποντας ουσιώδεις πληροφορίες, που χρειάζεται ο μέσοςκαταναλωτής, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής

Ενημέρωση, όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τις τρέχουσες εξελίξεις

site (8)
Σημαντικές αλλαγές στην εργατική νομοθεσία με τον Ν.5053/2023 που θα εφαρμοστούν άμεσα
site (5)
Αλλαγές στον Φ.Π.Α με τον νόμο 5024/2023
site (4)
Η ανάλωση κεφαλαίου από εισοδήματα προηγουμένων ετών. Πως μπορεί να προκαλέσει ελέγχους και τι γίνεται με τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου.